μεταδίωκτος

μεταδίωκτος
μεταδίωκτος, -ον (Α) [μεταδιώκω]
1. αυτός που καταδιώχθηκε από κάποιον και, αφού συνελήφθη, οδηγήθηκε πάλι πίσω («αὐτίκα μεταδίωκτος γενόμενος ὁ κῆρυξ ἦκε», Ηρόδ.)
2. ο άξιος να καταδιωχθεῑ (μεταδίωκτά τε και εκ παντός αἱρετὰ ταῡτα τὰ μαθήματα», Ιάμ βλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταδίωκτος — pursued masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδίωκτον — μεταδίωκτος pursued masc/fem acc sg μεταδίωκτος pursued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”